- ἀθαλασσία
- ἀθᾰλασσ-ία, ἡ,A ignorance of the sea, v.l. for sq. in Secund.Sent.16.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αθαλασσιά — η ηρεμία, γαλήνη θάλασσας, μπουνάτσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + θάλασσα] … Dictionary of Greek